- χούρα
- (I)ἁ, Α(θεσσαλ. τ.) βλ. χώρα.————————(II)η, Νβοτ. γένος δένδρων τής οικογένειας ευφορβιίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. hura, πιθ. μεταπλασμένος τ. τής λ. urari «είδος δένδρου», λ. τής γλώσσας τών Ινδιάνων τής Καραϊβικής].
Dictionary of Greek. 2013.