χούρα

χούρα
(I)
ἁ, Α
(θεσσαλ. τ.) βλ. χώρα.
————————
(II)
η, Ν
βοτ. γένος δένδρων τής οικογένειας ευφορβιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. hura, πιθ. μεταπλασμένος τ. τής λ. urari «είδος δένδρου», λ. τής γλώσσας τών Ινδιάνων τής Καραϊβικής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”